«Το Σπίτι του Ιουλίου Βερν: Εκεί που η Φαντασία Έγινε Πραγματικότητα»
Στην καρδιά της Αμιένης, στην οδό Charles-Dubois 2, βρίσκεται ένα σπίτι που δεν είναι απλώς μια διεύθυνση, αλλά ένας φάρος της φαντασίας· ένα κτίριο που δεν κουβαλά μόνο το βάρος της ιστορίας, αλλά και το ανάλαφρο φτερούγισμα των ονείρων. Είναι το σπίτι του Ιουλίου Βερν – του ανθρώπου που έκανε τη Γη μικρή και το Διάστημα κοντινό· του συγγραφέα που πριν από κάθε αστροναύτη, κάθε εξερευνητή, κάθε εφευρέτη, τόλμησε να οραματιστεί το αδύνατο.
Η πρόσοψη, από κόκκινα τούβλα και διακοσμητικές λεπτομέρειες του 19ου αιώνα, σε καλεί διακριτικά. Δεν φωνάζει· ψιθυρίζει. Και μόνο όποιος αφουγκράζεται καλά, μπορεί να ακούσει μέσα από τα τοιχώματά του τον βηματισμό ενός ανήσυχου νου, να γυρνάει από ήπειρο σε ήπειρο με μια πένα στο χέρι. Το σπίτι αυτό ήταν το καταφύγιο του Βερν από το 1882 έως το 1900. Εκεί έγραψε περισσότερα από τριάντα μυθιστορήματα· εκεί το μελάνι έγινε διαστημική σκόνη, ναυτικά ρεύματα και ωκεάνιες δίνες.
Μπαίνοντας, δεν συναντάς ένα μουσείο με ψυχρές προθήκες· συναντάς έναν ζωντανό οργανισμό. Οι τοίχοι αναπνέουν λέξεις, τα δωμάτια είναι κεφάλαια μιας αφήγησης που συνεχίζεται ακόμη. Στην είσοδο, σε υποδέχεται ο Βερν όχι με αυστηρότητα, αλλά με παιδική περιέργεια. «Έλα», μοιάζει να λέει, «να σου δείξω πού γεννιούνται οι κόσμοι».
Ο πύργος του σπιτιού – ίσως το πιο αναγνωρίσιμο του στοιχείο – υψώνεται σαν περισκόπιο σε θάλασσα λέξεων. Ήταν το γραφείο του Βερν, ένας κυκλικός χώρος που αγκαλιάζει τη σκέψη και την στέλνει μακριά. Εκεί, με φόντο τους ουρανούς της Πικαρδίας, γεννήθηκαν έργα που άλλαξαν τον ρου της λογοτεχνίας. Ίσως να μπορούμε ακόμη να τον φανταστούμε εκεί, καθισμένο στο γραφείο του, με μια παλιά υδρόγειο να περιστρέφεται απαλά δίπλα του, σαν να ζητούσε άδεια να ονειρευτεί ξανά.
Τα εκθέματα είναι επιμελώς τοποθετημένα, όχι για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να διηγηθούν. Χειρόγραφα με διορθώσεις, επιστολές γεμάτες ενθουσιασμό ή απογοήτευση, φωτογραφίες με την οικογένειά του, προσωπικά του αντικείμενα· όλα μαρτυρούν έναν άνθρωπο που δεν έπαψε ποτέ να είναι παιδί. Ακόμη και η θεματολογία του – συνδυασμός τεχνολογικής πρόβλεψης και ρομαντικής εξερεύνησης – αποκαλύπτει έναν συγγραφέα με ψυχή εξερευνητή και καρδιά ποιητή.
Το σπίτι είναι οργανωμένο σαν ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Καθώς ανεβαίνεις τις σκάλες – ξύλινες, τριζάτες, σαν σκέψεις που αναζητούν συνέχεια – διασχίζεις τις φάσεις της ζωής του Βερν: από τα νεανικά του χρόνια, τη νομική του πορεία που δεν ευδοκίμησε, τις πρώτες αποτυχημένες απόπειρες στο θέατρο, έως τη μεγάλη του στροφή στη λογοτεχνία και τη δημιουργία των "Απίστευτων Ταξιδιών" ("Voyages Extraordinaires")· μιας σειράς που δεν ήταν ποτέ απλώς μυθοπλασία, αλλά φλόγα, ερώτημα, πρόκληση.
Πίνακες, προβολές, μακέτες από μηχανές, πλοία και διαστημικά οχήματα εμπνευσμένα από τα έργα του, σε κάνουν να νιώθεις πως η γραφή του δεν έμεινε ποτέ στις σελίδες. Έγινε αφορμή για να οραματιστούν οι εφευρέτες, να πειραματιστούν οι επιστήμονες, να ξεκινήσουν οι πρώτοι άνθρωποι για το φεγγάρι.
Κι όμως, ο Ιούλιος Βερν δεν ήταν μόνο όραμα· ήταν και άνθρωπος. Στο σπίτι του αποκαλύπτεται η βαθιά του σχέση με την οικογένειά του, με την πόλη της Αμιένης, με τις θεατρικές του ανησυχίες. Ήταν ευφυής, αλλά και εύθραυστος· πρωτοπόρος, αλλά και ρομαντικός· κυρίως, όμως, ήταν ανένδοτος απέναντι στην ακινησία. Πίστευε πως το πνεύμα πρέπει να ταξιδεύει, να φτάνει πιο μακριά από τις συνθήκες, πιο πέρα από τον χρόνο.
Στο τέλος της περιήγησης, καθώς κατεβαίνεις τις σκάλες και αφήνεις πίσω σου το δωμάτιο με τον ουρανό, σου μένει μια αίσθηση ότι δεν βγήκες από σπίτι, αλλά από πύλη. Πύλη προς κάτι μαγικό και αθέατο· κάτι που ίσως ξεχνάμε μέσα στην καθημερινότητα, αλλά που ποτέ δεν χάνεται: τη δύναμη της φαντασίας.
Κι εκεί, στην έξοδο, καθώς το φως του πρωινού λούζει την πρόσοψη και ο πύργος του σπιτιού στέκει βουβός, δεν μπορείς να διώξεις την αίσθηση πως κάποιος σε κοιτά. Ίσως είναι ο ίδιος ο Βερν, από το ημικυκλικό του γραφείο, πίσω από την παλιά του πένα, να μας βλέπει με εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο ενός ανθρώπου που ξέρει πως το ταξίδι συνεχίζεται.
Ίσως ακούει τα βήματά μας στους ξύλινους διαδρόμους και σκέφτεται:
«Να, κι άλλοι ονειροπόλοι ήρθαν. Άργησαν λίγο, μα ήρθαν. Και τώρα ξέρουν πως ο κόσμος είναι απέραντος – όχι γιατί είναι μεγάλος, αλλά γιατί είναι γεμάτος πιθανότητες.»
Και κάπως έτσι, βγαίνοντας στο φως του δρόμου, δεν είμαστε οι ίδιοι. Κουβαλάμε μέσα μας λίγο από τον άνεμο του πλανήτη Άελ, λίγη αλμύρα από τα βάθη του Ναυτίλου, λίγο σκοτάδι από τον πυρήνα της Γης. Κι ίσως, για πρώτη φορά, δεν φοβόμαστε πια το άγνωστο.
Υ.Γ. Αν βρεθείς στην Αμιένη, μην προσπεράσεις αυτό το σπίτι. Δεν είναι απλώς μνημείο. Είναι ένα εργαστήρι ονείρων. Κι αν σταθείς για λίγο στον πύργο του και κοιτάξεις προς τον ορίζοντα, ίσως νιώσεις – σαν από ηχώ – τη φωνή του Βερν να σου ψιθυρίζει:
«Ό,τι μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος, μπορεί και να το πραγματοποιήσει».
πηγή : Ειρήνη Παπαδοπούλου