Όταν διαβάζω Fitzek

Υπάρχουν στιγμές που οι σκέψεις μου δεν είναι σκέψεις. Είναι φωνές. Ψιθυρίζουν, επιμένουν, στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου σαν ανεμοστρόβιλος. Μικρές, άτακτες, φορτικές. Δεν μπορώ να τις σταματήσω. Δεν μπορώ να τις αγνοήσω. Γίνονται θόρυβος, γίνονται πίεση.
Και τότε — διαβάζω Φίτζεκ.
Όταν νιώθω λύπη, όχι από αυτές τις σαρωτικές, θεατρικές λύπες, αλλά εκείνες τις ήσυχες, που σε βαραίνουν χωρίς να το καταλάβεις, βρίσκω παρηγοριά στις σελίδες του. Κάποιος άλλος πονάει. Κάποιος άλλος αγωνίζεται. Κάποιος άλλος είναι πιο βαθιά μέσα στο σκοτάδι. Κι όμως, αυτό δεν με ρίχνει — με ανακουφίζει. Γιατί η δική μου θλίψη σιγεί μπροστά στη δική τους. Και χωρίς να το συνειδητοποιώ, ανασαίνω λίγο πιο ελεύθερα.
Όταν με πνίγει το άγχος, όταν όλα μοιάζουν να τρέχουν γύρω μου με ταχύτητα που δεν μπορώ να ακολουθήσω, τα βιβλία του με καθηλώνουν. Σταματούν τον χρόνο. Με τραβούν με δύναμη από την πραγματικότητα και με ρίχνουν στον κόσμο του — στον κόσμο του Φίτζεκ. Δεν είναι ένας κόσμος ήρεμος. Είναι ένας κόσμος γεμάτος ερωτήματα, ανατροπές, ψυχολογικές σκιές. Όμως μέσα σε αυτόν, εγώ βρίσκω την πιο καθαρή σιωπή. Γιατί για όσο διαβάζω, δεν σκέφτομαι. Για όσο διαβάζω, δεν είμαι εγώ.
Κι αυτό είναι το μαγικό με τον Φίτζεκ: δεν σε χαλαρώνει — σε απορροφά. Δεν σε νανουρίζει — σε κρατά ξύπνια με μάτια διάπλατα, καρδιά που χτυπά πιο γρήγορα, και νου που προσπαθεί να καταλάβει. Και όμως, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο δικός σου νους, αυτός που πριν λίγο σε καταδίωκε με σκέψεις, σιωπά.
Κι όταν τελειώνει το κεφάλαιο, και πας να αφήσεις το βιβλίο — δεν μπορείς. Θες κι άλλο. Γιατί ξέρεις πως όσο κρατάει η ιστορία, δεν υπάρχεις μέσα στις δικές σου σκέψεις. Υπάρχεις μέσα στις λέξεις του. Εκεί όπου όλα είναι σκοτεινά, αλλά καθαρά. Εκεί όπου το φως έρχεται μέσα από την κατανόηση, την κάθαρση, την ολοκλήρωση.
Για μένα, ο Φίτζεκ είναι κάτι περισσότερο από συγγραφέας. Είναι φίλος σιωπηλός. Είναι σύμμαχος όταν δεν μπορώ να αντέξω τον εαυτό μου. Είναι έξοδος κινδύνου από τον λαβύρινθο του νου μου.
Δεν διαβάζω Φίτζεκ για να διασκεδάσω. Τον διαβάζω για να σωθώ.
Κάθε φορά που βυθίζομαι σε ένα βιβλίο του, νιώθω λιγότερο μόνη. Όχι γιατί εκεί μέσα βρίσκω αισιοδοξία — αλλά γιατί εκεί μέσα βρίσκω κάτι χειροπιαστό, μια ένταση που δεν είναι δική μου, και που γι’ αυτό μπορώ να την αντέξω. Και όταν κλείνω το βιβλίο, κάτι έχει αλλάξει. Τα προβλήματα είναι ακόμα εκεί. Αλλά εγώ δεν είμαι η ίδια. Έχω περάσει μέσα από το σκοτάδι — και βγήκα από την άλλη πλευρά.
Κι έτσι, κάθε φορά που η ζωή με πιέζει λίγο παραπάνω, κάθε φορά που τα συναισθήματά μου δεν χωρούν στο σώμα μου, ανοίγω ένα βιβλίο του. Και χωρίς καν να το καταλάβω, αρχίζω να επιστρέφω στον εαυτό μου. Όχι στον θόρυβο. Όχι στο βάρος. Στον βαθύτερο εαυτό μου — εκείνον που αντέχει. Εκείνον που έχει μάθει πως ακόμη και μέσα στο σκοτάδι, μπορείς να βρεις παρηγοριά.
Γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο, όσο πιο βαθιά βυθίζομαι στις ιστορίες του, τόσο πιο απαλά επιπλέω ξανά στην επιφάνεια.
Κι ίσως, τελικά, να μην χρειάζεται πάντα να γιατρευτείς.
Αρκεί να έχεις ένα βιβλίο που να σε κρατά αγκαλιά, μέχρι να περάσει η καταιγίδα.
Για λίγο, δεν ένιωθα.
Για λίγο, δεν σκεφτόμουν.
Για λίγο, ήμουν ελεύθερη.
Κι αυτό, για μένα, δεν είναι απλώς λογοτεχνία. Είναι ανακούφιση. Είναι φροντίδα. Είναι σωτηρία.
πηγη : Ειρήνη Παπαδόπουλου