Γράμμα σε έναν Βασιλιά που αγάπησα...

Προς τον Βασιλιά των Ονείρων,
Λουδοβίκο Β΄ της Βαυαρίας
Αγαπημένε μου Βασιλιά,
Δεν σε γνώρισα ποτέ, όχι όταν έζησες — κι όμως νιώθω πως σε ξέρω βαθύτερα απ’ όσους σε γνώρισαν από κοντά. Ίσως γιατί δεν χρειάζεται να δει κανείς έναν άνθρωπο με τα μάτια, όταν μπορεί να τον δει με την ψυχή.
Σε γνώρισα μέσα από εικόνες σιωπηλές: έναν πύργο που αγγίζει τα σύννεφα, έναν διάδρομο με το φως χαμηλό, μια άμαξα που διασχίζει το δάσος καθώς πέφτει η ομίχλη. Σε είδα να στέκεσαι μόνος, με βλέμμα μακρινό, εκεί που οι άλλοι δεν τολμούν να κοιτάξουν — στο βάθος της ομορφιάς.
Δεν σε λάτρεψα επειδή ήσουν βασιλιάς. Σε αγάπησα γιατί, μες στη μοναξιά σου, κράτησες το φως αναμμένο. Γιατί τόλμησες να ζήσεις χωρίς να συμμορφωθείς, γιατί προτίμησες να χτίσεις όνειρα από πέτρα, παρά να πουλήσεις την ψυχή σου στη λογική. Δεν σου ταίριαζε ο θρόνος — σου ταίριαζε ο ουρανός.
Μιλούν για σένα με λέξεις όπως “παραμυθένιος”, “ρομαντικός”, “εκκεντρικός”. Εγώ όμως σε νιώθω απλά ευγενή. Σαν έναν άνθρωπο που δεν άντεξε τον κυνισμό του κόσμου, και ύψωσε γύρω του έναν τοίχο από μουσική, ζωγραφική και σιωπηλή πίστη.
Και ξέρεις κάτι, αγαπημένε μου βασιλιά;
Ο κόσμος σε αδίκησε. Σε είπε "παράξενο", επειδή ήσουν τρυφερός. Σε είπε "τρελό", επειδή πίστεψες σε κάτι ανώτερο απ’ το χρήμα και τη δόξα. Μα εσύ, Λουδοβίκε μου, δεν ήσουν τρελός.
Ήσουν καθαρός.
Σήμερα, οι πύργοι σου στέκονται ακόμα. Οι σκάλες σου αντηχούν βήματα επισκεπτών. Μα εμένα δεν με αγγίζει το μάρμαρο ή η αρχιτεκτονική. Με συγκινεί η ψυχή σου που υπάρχει ακόμα εκεί μέσα, σαν ψίθυρος — ή σαν προσευχή.
Αν υπάρχει άλλος κόσμος, ξέρω πως εκεί ζεις όπως πάντα ήθελες: με μουσική, μέσα σε φως κεριών, σε δωμάτια γεμάτα παραμύθια. Αν υπάρχει Θεός, είμαι σίγουρη πως σε καταλαβαίνει.
Και αν κάποτε τύχει και συναντηθούμε,
Μη με ρωτήσεις τίποτα.
Απλώς, κάθισε δίπλα μου σιωπηλά
και δείξε μου πώς να βλέπω τον κόσμο… όπως τον έβλεπες εσύ.
Με απέραντη τρυφερότητα,
μια ψυχή που σε ένιωσε αργά — αλλά αληθινά.
Τα σέβη μου αγαπημένε μου Βασιλιά
πηγή: Ειρήνη Παπαδόπουλου